- κωλάριον
- κωλάριον, τό, Dim. of κῶλον,A fragment of a verse, hemstïch, Ael. Dion.Fr.168, Sch.Ar.Pax179.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωλάριον — κωλάριον, τὸ (Α) [κώλον] τμήμα στίχου, ημίστιχο … Dictionary of Greek
κωλάριον — fragment of a verse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek